- ευκατασκεύαστος
- εὐκατασκεύαστος, -ον (Α)1. αυτός που κατασκευάζεται εύκολα2. ο κατασκευασμένος καλά, ο καλοφτιαγμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα-σκευαστός (< κατα-σκευάζω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐκατασκευάστως — εὐκατασκεύαστος easily constructed adverbial εὐκατασκεύαστος easily constructed masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκατασκεύαστον — εὐκατασκεύαστος easily constructed masc/fem acc sg εὐκατασκεύαστος easily constructed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκατασκευαστότερα — εὐκατασκεύαστος easily constructed neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκατασκευάστοις — εὐκατασκεύαστος easily constructed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκατασκευάστου — εὐκατασκεύαστος easily constructed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκατασκευάστων — εὐκατασκεύαστος easily constructed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκατασκεύαστα — εὐκατασκεύαστος easily constructed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκατασκεύαστοι — εὐκατασκεύαστος easily constructed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)